Σχεσιακή Ψυχοθεραπεία - athenssynthesis

Σχεσιακή Ψυχοθεραπεία

authors

Γιάννα Αναγνώστου

case_std3
case_std2

Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, κυριαρχούσε η άποψη ότι ο άνθρωπος είναι μια αυτόνομη ατομική μονάδα, σαφώς διαχωρισμένη από τους ανθρώπους γύρω του. Η συνάντηση-σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων είναι μια συνάντηση ανάμεσα σε δύο ξεχωριστές υπάρξεις, που διατηρούν την ατομικότητά τους. Η σύγχρονη δυτική βιομηχανοποιημένη κοινωνία επιμένει να δίνει έμφαση στην ανάπτυξη πτυχών της ατομικότητας, όπως είναι η αυτονομία, η ανεξαρτησία, η ταυτότητα και τα προσωπικά επιτεύγματα. Αντίθετα, οι ανατολικές κουλτούρες και οι λιγότερο αναπτυγμένες τεχνολογικά κοινωνίες, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στις αρμονικές σχέσεις οικειότητας με τους άλλους, στις κοινωνικές διαδικασίες, ακόμη και στην επαφή με τη φύση. Εκεί, ο εαυτός ορίζεται κυρίως μέσα από τις σχέσεις του (Blatt, 2010).

Είμαστε, ωστόσο, τόσο ξεχωριστοί και διαχωρισμένοι από τους άλλους; Πολλοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι αμφισβήτησαν τη στάση αυτή και υποστήριξαν ότι «είμαστε αναπόσπαστα συνυφασμένοι με τους άλλους και η ύπαρξή μας είναι βασικά μια “ύπαρξη σε σχέση”» (Mearns & Cooper, 2006, σ. 5).

Ο Heidegger (1962) υποστήριξε ότι η ανθρώπινη ύπαρξη δεν μοιάζει με ένα αντικείμενο που έχει μια συγκεκριμένη, σταθερή δομή, όπως για παράδειγμα το τραπέζι. Αντίθετα, συνιστά μια εμπειρία με συνεχή, μεταβαλλόμενη ροή, στο πλαίσιο της οποίας οι άλλες υπάρξεις κατέχουν έναν κεντρικό ρόλο στην ουσία του ποιοι είμαστε. «Όπως ο αέρας που αναπνέουμε, έτσι και οι άλλοι που μας τριγυρίζουν και συγχρόνως είναι μέσα μας, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μας» (Mearns & Cooper, 2006, σ. 5).

Είμαστε σε συνεχή αλληλεπίδραση με τους άλλους, σκεφτόμαστε τους άλλους, φανταζόμαστε να κάνουμε πράγματα με τους άλλους και χρησιμο-ποιούμε «εργαλεία» που προκύπτουν από μια σχεσιακή μήτρα. Ταυτόχρονα, είμαστε ξεχωριστές, αυτόνομες υπάρξεις και έχουμε την ανάγκη για προσωπικό χώρο, είμαστε υπεύθυνοι για τις επιλογές μας και τις συνέπειες που αυτές φέρουν.

Ο Reiman (1994) χρησιμοποιεί έναν όμορφο παραλληλισμό ανάμεσα στους ανθρώπους και στο σύμπαν, για να περιγράψει αυτές τις πολικότητες, μέσα από μια αντινομία. Αναφέρει ότι όπως η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο, οι άνθρωποι είναι γεννημένοι με την ανάγκη να σχετίζονται με άλλους, πολλές φορές ακόμη και να βάζουν στην άκρη τις επιθυμίες τους, για χάρη της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, όπως η Γη γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, έτσι και ο άνθρωπος κινείται γύρω και μέσα στον εαυτό του, προσπαθώντας να κερδίσει την αυτονομία του. Η ισορροπία ανάμεσα στους δύο πόλους είναι σημαντική για την ύπαρξή μας.

Στο πλαίσιο της ίδιας της ψυχοθεραπείας, υπάρχουν σχολές που τείνουν να υποστηρίζουν περισσότερο έναν από τους δύο πόλους, καθώς δίνουν μεγα-λύτερη βαρύτητα, είτε στην εξατομίκευση και στον αυτοπροσδιορισμό, είτε στον δεσμό προσκόλλησης και στη διαπροσωπική σχέση (Blatt, 2010).

Ανεξαρτήτως της βαρύτητας που δίνεται στον κάθε πόλο, είναι φανερό ότι οι σχέσεις αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη του ανθρώπου. Γεννιόμαστε μέσα σε μια δυνατή, συχνά γεμάτη έντονη αγάπη σχέση, μαθαί-νουμε να ορίζουμε τον εαυτό μας μέσα από τις σχέσεις μας και, κατά τη διάρκεια της ζωής μας, αξιολογούμε τον εαυτό μας μέσα από τις σχέσεις ή τουλάχιστον επηρεαζόμαστε σημαντικά από αυτές. Ταυτόχρονα, η ίδια η σχέση μπορεί να αποβεί άκρως καταστροφική. Η κριτική μας πληγώνει, γιατί προέρχεται από έναν άλλο άνθρωπο και η κακοποίηση είναι καταστροφική, ειδικά όταν προέρχεται από αυτόν που θα «έπρεπε» να μας αγαπά (Mearns & Cooper, 2006).

Οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται στη θεραπεία, έχουν πληγωθεί ή ακόμη και «καταστραφεί» από τις σχέσεις τους με του άλλους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επιζητούν να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τους άλλους.

Οι άνθρωποι είναι επιδέξιοι στους τρόπους που αφορούν στο πως κινούνται μέσα σε μια σχέση και μεγαλοφυείς στο να προστατεύσουν τον εαυτό τους από μια σχέση, προβαίνοντας συχνά σε ακραίες λύσεις/άμυνες, π.χ. αποσύρονται, επιτίθενται.

Μπορεί ο θεραπευτής να παράσχει μια συνάντηση απελευθερωμένη από την απειλή της «εισβολής» και να το κάνει με έναν τρόπο που θα είναι πιστευτός;

Η έρευνα στην ψυχοθεραπεία έχει δείξει ότι ο σημαντικότερος θεραπευτικός παράγοντας είναι η ίδια η σχέση: «Η σχέση θεραπεύει». Η σχέση είναι σημαντικότερη από τις τεχνικές, ανεξαρτήτως θεωρητικής προσέγγισης. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν επτά μεταβλητές που έχουν αποδειχθεί αποτελε-σματικές στη σχέση θεραπευτή και θεραπευόμενου (Mearns & Cooper, 2006):

athenssynthesis

Η έρευνα στην ψυχοθεραπεία

Η έρευνα στην ψυχοθεραπεία έχει δείξει ότι ο σημαντικότερος θεραπευτικός παράγοντας είναι η ίδια η σχέση: «Η σχέση θεραπεύει». Η σχέση είναι σημαντικότερη από τις τεχνικές, ανεξαρτήτως θεωρητικής προσέγγισης. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν επτά μεταβλητές που έχουν αποδειχθεί αποτελε-σματικές στη σχέση θεραπευτή και θεραπευόμενου (Mearns & Cooper, 2006):

Η ποιότητα σχεσιακών ερμηνειών (εστίαση στο πώς είναι ο πελάτης με τον θεραπευτή)

Η προθυμία και η ικανότητα του θεραπευτή να επανορθώσει τυχόν «ρήξεις» στην θεραπευτική σχέση

Η αποδοχή (προσωποκεντρική συνθήκη)

Το επίπεδο αυτοαποκάλυψης του θεραπευτή

Η ποιότητα ανατροφοδότησης του θεραπευτή προς τον πελάτη

Η ικανότητά του να διαχειριστεί θέματα μεταβίβασης και αντιμεταβί-βασης

Το επίπεδο συμφωνίας

Η σχέση είναι σημαντική από τη στιγμή της γέννησής μας. Πολλοί ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές υποστηρίζουν ότι τα βρέφη δεν έρχονται στον κόσμο ως ξεχωριστές, απομονωμένες υπάρξεις, αλλά ως μέλη μιας θεμελιώδους σχεσιακής μήτρας. Ποικίλες έρευνες στο πεδίο της εξελικτικής ψυχολογίας, υποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι έχουν μια έμφυτη επιθυμία και ικανότητα, όχι μόνο να αναπτύσσουν δεσμούς με τους άλλους, αλλά και να αλληλεπιδρούν και να επικοινωνούν μαζί τους. Θέλουν να δώσουν και να πάρουν αγάπη, να μετάσχουν σε μια σχέση και προσπαθούν να βρουν τρόπους για να τη διατηρήσουν (Bowlby, 1988, Mitchell, 2000, Stern, 2003). Επιπρόσθετα, πολλοί ενήλικες αναφέρουν ότι το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής τους είναι οι σχέσεις. Και φαίνεται τελικά ότι το πιο σημαντικό στις σχέσεις είναι η αλληλεπίδραση, η αμοιβαιότητα, η διπλή κατεύθυνση από τον έναν στον άλλον. Αν το τοποθετήσουμε αυτό στο πλαίσιο της θεραπευτικής σχέσης, καταλήγουμε σε μια προσέγγιση, όπου η αλληλεπίδραση και ο διάλογος κατέχουν κεντρική θέση. Το κλειδί στη θεραπευτική διαδικασία είναι η συνάντηση θεραπευτή και θεραπευομένου, αντί της παροχής του θεραπευτή προς τον θεραπευόμενο συγκεκριμένων συνθηκών. Η διαλογική αυτή προσέγγιση προϋποθέτει και δίνει έμφαση στην ικανότητα του θεραπευτή να φέρει πλήρως τον εαυτό του στη θεραπευτική διαδικασία με έναν διάφανο τρόπο. Να επιτρέψει να επηρεαστεί και να αλλάξει από τον θεραπευόμενο. Αυτό σηματοδοτεί μια μετάβαση από την ψυχολογία του ενός ατόμου –όπου δίνεται έμφαση στην ενδοψυχική ιστορία του ατόμου και στις εσωτερικές δυνάμεις και υπάρχει μεγαλύτερη αποστασιοποίηση του θεραπευτή, όπως συμβαίνει στην κλασική ψυχανάλυση και σε κάποιες σχολές αντικειμενοτρόπων σχέσεων –στην ψυχολογία του ενάμισι ατόμου. Σε αυτήν, ο θεραπευτής είναι το «καλό αντικείμενο», που παρέχει στον θεραπευόμενο ασφάλεια, ενσυναίσθηση, άνευ όρων αποδοχή, μια δηλαδή περισσότερο επανορθωτική εμπειρία, πιο έκδηλη στη θεωρία του εαυτού, του δεσμού προσκόλλησης και άλλων. Η επόμενη μετάβαση είναι στην ψυχολογία των δύο ατόμων –στην οποία ο θεραπευτής συμμετέχει πιο ενεργά και μοιράζεται τα συναισθήματά του στη σχέση με τον πελάτη, όπως συμβαίνει στη διαλογική θεωρία και τη σχεσιακή ψυχανάλυση (De Young, 2003, Evans & Gilbert, 2006).

Ωστόσο, στο πλαίσιο μιας θεραπευτικής διαδρομής, είναι φυσικό να αναδυθούν διαφορετικά είδη σχέσης μεταξύ πελάτη και θεραπευτή. Κάποιες φορές, αυτή η εναλλαγή μπορεί να συμβεί ακόμη και μέσα στην ίδια θεραπευτική ώρα. Η Petruska Clarkson (2004) αναφέρει πέντε είδη σχέσης που σε μια συνθετική σχεσιακή προσέγγιση χρειάζεται να ενστερνιστούμε:

1. Τη θεραπευτική συμμαχία: Την πλευρά εκείνη της σχέσης, που δεσμεύει τους συμμετέχοντες να συνεργαστούν για έναν σκοπό.

2. Τη σχέση μεταβίβασης-αντιμεταβίβασης: Την εμπειρία διαστρέβλωσης της θεραπευτικής συμμαχίας μέσα από τις επιθυμίες, τους φόβους και τις εμπειρίες που έρχονται από το παρελθόν και προβάλλονται στην θεραπευτική σχέση. Είναι μια σχέση ανολοκλήρωτη.

3. Την επανορθωτική, αναπτυξιακά αναγκαία σχέση: Την προσφορά από την πλευρά του θεραπευτή μιας εμπειρίας διαφορετικής από αυτήν που έχει βιώσει ο θεραπευόμενος, και που περιέχει μια αναπλήρωση ή επανόρθωση, εκεί όπου υπήρχε προηγούμενη απορριπτική, χειριστική ή κακοποιητική εμπειρία.

4. Τη σχέση «Εγώ – Εσύ»: Μια σχέση αυθεντική, όπου συνδέομαι με τον άλλον με την ολότητά μου προς την ολότητά μου. Μια σχέση αυθεντική, πρόσωπο με πρόσωπο.

5. Υπερπροσωπική σχέση: Αναφέρεται σε μια μυστηριακή διάσταση της σχέσης. «Η ουσία της επικοινωνίας βρίσκεται στην καρδιά της σιωπής που μοιραζόμαστε, όντας σε μια διάσταση που είναι αδύνατον να διατυπώσουμε με σαφήνεια, πολύ εκλεπτυσμένη για να την αναλύσουμε και όμως τόσο παρούσα, που δεν μπορούμε να την αρνηθούμε».

Σύμφωνα με τη θεωρία της σχεσιακής ψυχοθεραπείας, οι ψυχολογικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος έχουν τις ρίζες τους στις σχέσεις. Τόσο στις παρούσες προβληματικές σχέσεις, όσο και στις πιο παλιές, παρελθοντικές σχέσεις, που έχουν ακόμη επίδραση στην καθημερινή ζωή του θεραπευομένου.

Η σχεσιακή ψυχοθεραπεία ενδιαφέρεται για τον «εαυτό με τον άλλο» (DeYoung, 2003). Η ιστορία του θεραπευομένου διαποτίζεται από τις σχέσεις του, τωρινές, στο «εδώ και τώρα», και παρελθοντικές, «εκεί και τότε». Δεν έχουμε προσωπική ιστορία έξω από το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννηθήκαμε. Είμαστε πλάσματα που σμιλευτήκαμε μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας, της κοινωνίας, της φυλής, της κουλτούρας, του περιβάλλοντος στο οποίο γεννηθήκαμε.

Επιπλέον, οτιδήποτε συμβαίνει εντός της θεραπευτικής συνεδρίας μπορεί να γίνει κατανοητό μέσα από την ιστορία του «εαυτού με τον άλλον». Οποιαδήποτε αλληλεπίδραση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευομένου πυροδοτεί κάποιο μοτίβο. Είναι σημαντικό να συνδέσουμε μαζί με τον θεραπευόμενο τη σχεσιακή ιστορία της ζωής του με αυτήν που αναπτύσσεται μεταξύ μας. Εξίσου σημαντικό είναι το να προωθούμε τη μεταξύ μας συνεργασία, γιατί αυτή είναι που θα δημιουργήσει μια νέα εμπειρία του «εαυτού με τον άλλον» (DeYoung, 2003).

Η ουσία της θεραπείας, επομένως, βρίσκεται σε αυτό που κάνουμε μαζί με τον θεραπευόμενο, πώς αλληλεπιδρούμε προκειμένου να κατασκευάσουμε ιδέες και νοήματα, με ποιον τρόπο αυτά μας αγγίζουν και πώς η αλληλεπίδρασή μας αλλάζει στο χρόνο.

Μπαίνουμε μέσα στην ιστορία του πελάτη. Δεν μπορούμε να κρατήσουμε τον εαυτό μας απ’ έξω, σε ένα ασφαλές παρατηρητήριο. Η διαδικασία αυτή προάγει τη νοητικοποίηση (mentalization), την καλλιέργεια κάποιου είδους εγρήγορσης. Σκέφτομαι και νιώθω αυτό που έχω εγώ στο μυαλό μου και πιθανώς ο άλλος. Αυτό προάγει τη διαδικασία διερεύνησης και διαλόγου (Evans & Glibert, 2006).

Η σχεσιακή ψυχοθεραπεία έχει επηρεαστεί από την ψυχανάλυση, τη θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων, ιδιαίτερα από την ανεξάρτητη βρετανική σχολή (Fairnbairn, Winnicott, Guntrip, Balint, κ.πά.), την ψυχολογία του εαυτού (Kohut), τη φεμινιστική ριζοσπαστική προσέγγιση, την αφηγηματική και την ανθρωπιστική (Rogers).

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε και την επιρροή της διαπροσωπικής ψυχανάλυσης, με κύριο εκπρόσωπο τον ψυχίατρο Harry Stack Sullivan, στην ανάπτυξη και εξέλιξη της σχεσιακής ψυχοθεραπείας. Αυτή υποστηρίζει ότι οι διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις με τους άλλους παρέχουν την ενόραση/ επίγνωση για τις αιτίες και τις θεραπείες της ψυχικής διαταραχής. Σε αυτή τη βάση, ο θεραπευτής χρειάζεται να διερευνήσει λεπτομερώς τις αλληλεπιδράσεις του θεραπευομένου με τους άλλους, ώστε να αναγνωρίσει τα διαπροσωπικά μοτίβα (Sulivan 1953).

Ο ίδιος προτείνει την «αρχή της συμμετοχικής παρατήρησης», μέσα σε ένα σχεσιακό πλαίσιο, όπου ο θεραπευτής είναι παρατηρητής και συγχρόνως συμμετέχει, διεισδύοντας στη φύση των υποκειμενικών βιωμάτων του θεραπευομένου (Sullivan, 1953). Η επίγνωση των δύο αυτών διαστάσεων της σχέσης αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για μια αποτελεσματική σχεσιακή θεραπεία, αλλά και εποπτεία (Evans & Glibert, 2015).

Τόσο η ψυχοθεραπεία, όσο και η εποπτεία αποτελούν διαδικασίες, όπου το νόημα συνδομείται, μέσα σε ένα πεδίο εμπειριών που μεταβάλλεται συνεχώς. Υπάρχουν, επομένως, δύο άτομα, δύο υποκειμενικότητες, σε μια συνεχή διαπραγμάτευση, όπου μπορεί να συναντηθούν σε κοινά νοήματα, αλλά και σε διαφορές. Και είναι σε αυτήν την τελευταία περίπτωση, που ο σεβασμός στο διαφορετικό (είτε σχετίζεται με θέματα φύλου, προσωπικά βιώματα ή πολιτισμικές παραδόσεις) είναι αδιαπραγμάτευτη συνθήκη (Evans & Glibert, 2015).

Η παραπάνω αρχή εμπλουτίζεται με την έννοια της συμπερίληψης (inclusion) που εισήγαγε ο Buber (1923) και κατέχει σημαντική θέση στη σχεσιακή ψυχοθεραπεία. Στην συμπερίληψη γίνεται ένα μπρος-πίσω, όπου ανακατεύομαι με την ύπαρξη του άλλου, προσπαθώντας να βιώσω και τις δύο πλευρές του διαλόγου. Επιτρέπω στον άλλο να αναδεύσει όλη μου την ύπαρξη, να με αγγίξει πέρα από το νοητικό και το ψυχολογικό επίπεδο. Ωστόσο, η συμπερίληψη στη θεραπεία είναι μονόπλευρη. Αν το έκανε και ο πελάτης, θα έπαυε να είναι θεραπεία (Spinelli, 2007).

Η κατανόηση του τι συμβαίνει «εντός» και «ανάμεσα» στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο, είναι αναγκαία για να γνωρίσουμε τον πελάτη. Στην θεραπευτική προσπάθεια κατανόησης, ωστόσο, χρειάζεται να εμπεριέχουμε επιπρόσθετα εκείνο που συμβαίνει «εκτός» (κουλτούρα, περιβάλλον, οικολογία), αλλά και «πέρα από» (υπερπροσωπικό) την ύπαρξη, καθώς αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια του εαυτού (Evans & Glibert, 2006).

Υπάρχουν, επομένως, διαφορετικές πλευρές του «εαυτού σε σχέση», εξίσου σημαντικές στο πλαίσιο της σχεσιακής ψυχοθεραπείας. Ξεκινούν από το άτομο, τη σχέση του εαυτού με το σώμα (βιολογική διάσταση), τη σχέση του εαυτού με τον εαυτό (ενδοψυχική διάσταση), περικλείουν τη σχέση του εαυτού με τους άλλους (διαπροσωπική διάσταση) και με το ευρύτερο περιβάλλον –φυλή, έθνος, κουλτούρα– (διαπολιτισμική διάσταση), εκτείνονται στη σχέση του εαυτού με τη φύση (οικολογική διάσταση) και τέλος, αναζητούν αυτό που είναι πέρα από την ύπαρξη, τη σχέση του εαυτού με το υπερβατικό (υπερπροσωπική διάσταση) (Evans & Glibert, 2006).

Η τελευταία αυτή διάσταση αναφέρεται στην Clarkson (2004), ως το μοίρασμα του τρίτου εαυτού, που αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη μορφή μοιράσματος, καθώς περιέχει, όχι μόνο την αυτεπίγνωση του ατομικού εαυτού και την επίγνωση του άλλου (εαυτού που σχετίζεται), αλλά και την επίγνωση του μαζί (του τρίτου εαυτού). «Η ουσία της επικοινωνίας βρίσκεται στην καρδιά της σιωπής που μοιραζόμαστε, όντας σε μια διάσταση που είναι αδύνατον να διατυπώσουμε με σαφήνεια, πολύ εκλεπτυσμένη για να την αναλύσουμε και όμως τόσο παρούσα, που δεν μπορούμε να την αρνηθούμε» (σελ. 22).

Σε αντίστοιχο κλίμα είναι και η αναφορά του Ogden (1994) στον ασυνείδητο «αναλυτικό τρίτο», που αναδύεται από την αλληλεπίδραση μεταξύ υποκειμενικότητας και διϋποκειμενικότητας, κάνοντας αισθητή μια Τρίτη παρουσία στον θεραπευτικό χώρο.

Σε αυτό το «ανάμεσα» που προκύπτει από τη θεραπευτική συνάντηση δίνουν ιδιαίτερη έμφαση και οι σύγχρονες διαλογικές προσεγγίσεις της Gestalt (που έχουν τις ρίζες τους στον υπαρξισμό), ως την περιοχή όπου πραγματοποιείται η ίαση και είναι σαφώς μεγαλύτερη από το σύνολο της εμπειρίας των δύο (Ηyckner, 2018).

«Τόσο η διαλογική ψυχοθεραπεία, όσο και η σχεσιακή ψυχανάλυση, διευρύνουν το διανθρώπινο περισσότερο από ό,τι η διϋποκειμενική θεωρία και βαθαίνουν την κατανόηση της σχεσιακής φύσης των ατόμων, μέσω της εστίασής τους στο “ανάμεσα” (διαλογική θεραπεία) ή στο “σχεσιακό ασυνείδητο” (σχεσιακή ψυχανάλυση)» (Evans & Glibert, 2006).

athenssynthesis

Προκειμένου να αφήσουμε

χώρο σε μια τέτοιου είδους επικοινωνία να αναπτυχθεί, χρειάζεται να «επιτρέψουμε» την παθητικότητα και την δεκτικότητα. Συγκεκριμένα, οι Mearns, D. & Cooper, M. (2006) προτείνουν κάποιους τρόπους που μπορούν να διευκολύνουν μία σε βάθος σχεσιακή συνάντηση με τον θεραπευόμενο, όπως αναφέρονται παρακάτω:
athenssynthesis

Προκειμένου να αφήσουμε

χώρο σε μια τέτοιου είδους επικοινωνία να αναπτυχθεί, χρειάζεται να «επιτρέψουμε» την παθητικότητα και την δεκτικότητα. Συγκεκριμένα, οι Mearns, D. & Cooper, M. (2006) προτείνουν κάποιους τρόπους που μπορούν να διευκολύνουν μία σε βάθος σχεσιακή συνάντηση με τον θεραπευόμενο, όπως αναφέρονται παρακάτω:

Η επιθυμία να κάνουμε κάτι για τον θεραπευόμενο αποτελεί εμπόδιο σε μια πιο βαθιά σχεσιακή συνάντηση μαζί του. Επικεντρωνόμαστε στο αποτέλεσμα και όχι στο άτομο που βρίσκεται δίπλα μας και στις εμπειρίες του. Είναι σημαντικό να έχουμε επίγνωση των στόχων και επιθυμιών μας και να μπορούμε να τους βάλουμε «σε παρένθεση» (π.χ. την επιθυμία μας να νιώσει ο θεραπευόμενος καλύτερα).

Όλοι κάνουμε κάποιες υποθέσεις για το πώς είναι οι άνθρωποι, πώς αναπτύσσονται τα ψυχολογικά προβλήματα, ποια είναι η διαδικασία αλλαγής. Οι υποθέσεις αυτές δεν είναι από μόνες τους «κακές», ωστόσο χρειάζεται να μπουν στην άκρη, για να καταφέρουμε μια σε βάθος σχεσιακή συνάντηση με τον θεραπευόμενο. Να τον «δούμε» με αφέλεια, σαν να μην έχουμε κάποια θεωρητική γνώση, έτσι ώστε να αγγίξουμε τη μοναδικότητά του.

Η χρήση τεχνικών υπονοεί ότι κάνουμε κάτι στον πελάτη. Επιπλέον, αναζητούμε κάποια συγκεκριμένα ή μη αποτελέσματα. Χάνουμε, με τον τρόπο αυτό, τον δικό μας αυθορμητισμό, τη φυσικότητα και τη μοναδικότητά μας.

Να δίνουμε την προσοχή μας στον θεραπευόμενο και να συντονιζόμαστε μαζί του σε συναισθηματικό, γνωσιακό και σωματικό επίπεδο. Να αφήσουμε να αναδυθεί η πολύπλοκη ολότητά του. Πολλά συναισθήματα θέλουν χρόνο για να εκφραστούν με λέξεις. Να μη διαζόμαστε. Να «ακούμε» στη σιωπή, τη σιωπή.

Δίνοντας στον θεραπευόμενο την ευκαιρία να διερευνήσει τις εμπειρίες του σε βάθος και παρέχοντάς του μια «ολιστική» ακρόαση, είναι σαν να «χτυπάμε την πόρτα» σε πιο βαθιές εμπειρίες. Σαν να ρωτάμε: «Υπάρχει κάτι άλλο εκεί;»

Να είμαστε πρόθυμοι να αναγνωρίζουμε και να «παίρνουμε το μέρος» των διαφόρων πλευρών του θεραπευομένου εναλλάξ, ιδιαίτερα των πλευρών εκείνων που αντιστέκονται, που δεν θέλουν να εμπλακούν σε μια πιο βαθιά σχέση, επιδεικνύοντας ενσυναίσθηση και θετική αναγνώριση γι’ αυτές. Η αποδοχή του θεραπευομένου από μέρους μας πρέπει να περιλαμβάνει όλη του την ύπαρξη και όχι μία μόνο πλευρά της (Mearns and Thorne, 2000).

Ο Yalom προτρέπει τους θεραπευτές να αφήσουν τους θεραπευόμενούς τους να τους επηρεάσουν και να τους αλλάξουν. Προκειμένου να διευκολύνουμε μια σχεσιακή συνάντηση σε βάθος, είναι σημαντικό να πούμε στον θεραπευόμενο ότι έχει σημασία για μας, ότι ασκεί επίδραση πάνω μας. Να είμαστε αληθινοί και όχι να προσπαθούμε να δείχνουμε καλοί μαζί του.

Να σεβόμαστε τις άμυνες και τη δυσκολία του θεραπευόμενου να μας επιτρέψει να «δούμε» τις βαθύτερες ανησυχίες του. Να μην είμαστε κριτικοί απέναντί του και να είμαστε σχετικά σταθεροί (π.χ. ώρες και μέρες συνάντησης).

 • Δώστε λίγο χρόνο στον εαυτό σας πριν την κάθε συνεδρία.
• Προσπαθήστε ο χώρος δουλειάς σας να είναι σε ήσυχο μέρος.
• Αποκτήστε επίγνωση για το τι μπορεί να απέσπασε την προσοχή σας. Μπορεί να παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τη θεραπευτική σχέση.
• Αφήστε τους περισπασμούς να προσπεράσουν, μην κρίνετε τον εαυτό σας.
• Να γνωρίζετε τα όριά σας ως θεραπευτές.

Ως θεραπευτές, πρέπει να έχουμε επίγνωση και να μπορούμε να τη γνωστοποιήσουμε στον θεραπευόμενο. Να μοιραστούμε μαζί του αυτό που νιώθουμε.

Να μην προσπαθούμε να δείχνουμε στον πελάτη κάτι που δεν είμαστε ή που δεν νιώθουμε, π.χ. ότι καταλαβαίνουμε. Επιπλέον, να είμαστε ενεργοί στο να μοιραζόμαστε την εμπειρία μας μαζί του, όπως τη βιώνουμε στο «εδώ και τώρα».

Οι άμεσες δηλώσεις είναι βοηθητικές, γιατί επικεντρώνουν το ενδιαφέρον στο «εδώ και τώρα» στη σχέση θεραπευτή και θεραπευομένου (π.χ. «Αναρωτιέμαι πώς αισθάνεσαι που μιλάς μαζί μου γι’ αυτό το θέμα»). Βοηθά τον θεραπευόμενο να αναπτύξει την ικανότητα να σχετίζεται με τους άλλους, όπως πραγματικά είναι και όχι όπως φαντάζεται ότι είναι.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν κάποια «κλειδιά» που μπορούμε να χρησιμο-ποιήσουμε. Δεν είναι ο μοναδικός δρόμος. Πρωτίστως, χρειάζεται ως θεραπευτές να είμαστε ευέλικτοι και προσαρμοστικοί, σεβόμενοι κάθε φορά τις ανάγκες, το στυλ προσωπικότητας και το μοναδικό σχεσιακό ιστορικό του πελάτη, ως μέρος της αμοιβαίας διαδραστικής διαδικασίας (Evans & Gilbert, 2006).

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω την ανάγκη της ανθρώπινης σχέσης, που μοιάζει ιδιαίτερα επιτακτική στη σύγχρονη εποχή. Της σχέσης με όλες της τις εκφάνσεις, από τον εαυτό στους άλλους, στην κοινωνία, στο περιβάλλον, στην οικολογία και στο υπερπροσωπικό, ως τη μόνη διέξοδο. Αναμφίβολα, η ψυχοθεραπεία είναι ένας κλάδος που μπορεί να επηρεάσει τον άνθρωπο να στραφεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Να φύγουμε από τη στενότητα του εγώ, τη στενότητα του θεραπευτικού δωματίου και να ανοίξουμε στο εμείς, που περικλείει όλα τα έμβια όντα και ολόκληρο το σύμπαν στο οποίο ανήκουμε. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να επιβάλλουμε στον θεραπευόμενο να νοιαστεί, μπορούμε ωστόσο να τον βοηθήσουμε να «δει» και να επιλέξει.


Βιβλιογραφία

Blatt, S.J. (2010), Polarities of Experience, Washington DC: American Psychological Association.
Bowlby, J. (1988), A Secure Base: Clinical Applications of Attachment Theory, London: Routlefge & Kegan Paul.
Clarkson, P. (2004), The Therapeutic Relationship, London: Whurr Publishers.
DeYoung, P. (2003), Relational Psychotherapy: A Primer, N.Y.: Brunner-Routledge.
Evans, K.R. & Gilbert, M.C. (2015), Εποπτεία: Η Συνθετική Σχεσιακή Προσέγγιση στην Ψυχοθεραπευτική Εποπτεία, Μτφ. Ρένα Καρακατσάνη, Αθήνα: Π. Ασημάκης.
Evans, K.R. & Gilbert, M.S. (2006), Εισαγωγή στη Συνθετική Ψυχοθεραπεία. Το Συνθετικό Σχεσιακό Μοντέλο Ψυχοθεραπείας, Μτφ. Μαρίζα Χριστοδούλου, Αθήνα: Π. Ασημάκης.
Heidegger, M. (1962), Being and Time, Oxford: Blackwell.
Hyckner, R. & Jacobs, L. (2018), Η Θεραπευτική Σχέση ως Ίαση στην Ψυχοθεραπεία Gestalt, Μτφ. Αθανασία Καραγιαννοπούλου, Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
Mearns, D. & Cooper, M. (2006), Working at Relational Depth in Counselling and Psychotherapy, London: Sage Paublications.
Mitchell, S.A. (2000), Relationality: From Attachment to Intersubjectivity, Hillsdale, NJ: The Analytic Press.
Ogden, T.H. (1994), The Analytic Third: Working with Intersubjective Clinical Facts in Relational Psychoanalysis, S.A. Mitchel and L. Aron (Eds) (1999), Hillsdale, NJ: The Analytic Press.
Riemann, F. (1994), Η Τετραλογία του Φόβου, Μτφ. Παντελής Παπαδόπου-λος, Αθήνα: Ιδιωτική Έκδοση.
Spinelli, E. (2007), Practicing Existential Psychotherapy: The Relational World, London: Sage Publications.
Scern, D. (2003), The Interpersonal World of the Infant: A View from Psychoanalysis and Developmental Theory, London: Karnac.
Sullivan, H.S. l(1953), The Interpersonal Theory of Psychiatry, New York: W.W. Norton.